Η απόδοση τιμής σε πολιτικούς παράγοντες του ρωμαιοκρατούμενου Άργους κατά τον 3ο / 4ο αι. μ.Χ., βάσει επιγραφικών δεδομένων – Γεωργία Κ. Κατσαγάνη, Δρ. Κλασικής Φιλολογίας
Η «ελευθερία» του Άργους από τη μακεδονική κυριαρχία διακηρύχθηκε από τους Ρωμαίους το 195 π.Χ. Το καίριο χτύπημα όμως για την Πελοπόννησο αλλά και για ολόκληρη την Ελλάδα δόθηκε, όταν ο Λ. Μόμμιος νίκησε τους Αχαιούς στην Κόρινθο, τη μετέβαλε σε ερείπια, κατέσφαξε και εξανδραπόδισε τους κατοίκους της. Το Άργος αποτέλεσε έτσι τμήμα της ρωμαϊκής επαρχίας της Αχαΐας (146 π.Χ.).
Από τότε και μέχρι το τέλος της ρωμαϊκής δημοκρατίας (περ. 48 π.Χ.) το Άργος απολάμβανε μερικής αυτονομίας (με αστική και ποινική δικαιοδοσία) και πλήρωνε στη Ρώμη κάποιο φόρο. Στη συνέχεια η αυτονομία του περιορίστηκε ακόμη περισσότερο, και με την καταστροφή του από τους Γότθους, το 267 μ.Χ., αυτή απολέσθηκε οριστικά και η πόλη προσαρτήθηκε στην Κόρινθο. Διοικητές επαρχιών και αυτοκράτορες ασκούσαν δικαστικές αρμοδιότητες στις επαρχίες, παράλληλα με την αυτονομία που αυτές απολάμβαναν, αν και το καθεστώς των πόλεων ρυθμιζόταν ουσιαστικά από τη Ρώμη.
Σε όλη τη διάρκεια της ρωμαιοκρατίας πολίτες σημαντικών πόλεων ανεγείρουν ανδριάντες και αναγράφουν στις βάσεις τους επιγραφές έμμετρες ή μη, για να τιμήσουν σημαίνοντα πρόσωπα της ρωμαϊκής διοίκησης. Την τακτική αυτή ακολούθησαν και οι Αργείοι. Στο Άργος έχουν βρεθεί δύο τέτοιες επιγραφές: η μία αναφέρεται στον Καλλιππίνο, ανθύπατο της Αχαΐας, κατά τον 3ο ή 4ο αι. μ.Χ., και η δεύτερη στον Φωσφόριο, επίσης, ανθύπατο της Αχαΐας, κατά τον 4ο αι. μ.Χ.
1η. Ορθογώνιο βάθρο αγάλματος από λευκόφαιο ασβεστόλιθο, διαστάσεων 0,41 μ. στο ύψος, 0,71 μ. στο μήκος και 0,68 μ. στο πάχος. Βρέθηκε το 1930 από τον Vollgraff, σε Ρωμαϊκή στοά στο Άργος, 100 μ. ανατολικά από την αγορά των Ελληνιστικών χρόνων[1]. Σήμερα η επιγραφή έχει χαθεί.
Χρονολόγηση: 3ος ή 4ος αι. μ.Χ. Vollgraff [2].
Δημοσιεύσεις: Vollgraff, 1945 5-28 Eitrem, 1949 146 αρ. 110 Robert, 1948 Addenda 138-141 SEG 11 325 SEG 16 261 Feissel, 1985 289 αρ. 29.
Ἰσθμὸς κηρύττι σε, πόλις βοοῶσιν Ἀχαιῶν, |
Καλλιππῖνε, Δίκης ὄμμα δικεότατον·|
τοὔνεκεν Ἰναχίη σε διηνεκέεσ[σι γε]ρέρει |
δώροις, Εὐπράκτῳ τοῦτ’ ἐπιτιλαμένη.
2 ὄμμα Feissel: ὄμμα, Vollgraff aliique
3 διηνεκέεσ[σι γε]ρέρει Robert: διηνεκέεσσι ̣ γ[ε]ρέρει Feissel aliique.
O Ισθμός, Καλλιππίνε, σε ανακηρύσσει ως τον πιο δίκαιο οφθαλμό της Δικαιοσύνης, οι πόλεις των Αχαιών σε επευφημούν. Γι΄ αυτό η Ιναχία (το Άργος) σε τιμά με δώρα άφθαρτα, αναθέτοντας στον Εύπρακτο να σου τα προσφέρει.
- βοοῶσιν: ρηματ. ομηρικός τύπος, χάριν του μέτρου. Ο Vollgraff [3] το θεωρεί δοτική πληθυντικού.
Η επιγραφή αποτελείται από δύο ελεγειακά δίστιχα, με κατά τρίτον τροχαίο τομή στον 1ο και στον 3ο στίχο.
Καλλιππῖνος: πρόσωπο άγνωστο από άλλη πηγή, πρέπει να είναι είτε ανθύπατος της Αχαῒας, είτε ένας από τους νομομαθείς, στον οποίον ο ανθύπατος είχε αναθέσει τις δικαστικές αρμοδιότητες. Ο Martindale [4] θεωρεί τον τιμώμενο ανθύπατο της Αχαΐας του 4-5ου αι. μ.Χ. Μοναδική φορά που απαντά το όνομα στην Αργολίδα, και καθόλου στις άλλες περιοχές που εξετάζονται από το LGPN.
Εὔπρακτος: Το όνομα απαντά μία φορά στην Αργολίδα (παρούσα επιγραφή), καμία στα Νησιά του Αιγαίου κ.λπ., καμία στη Μακεδονία κ.λπ.
Η επιγραφή ανήκει στον δομικό τύπο ὁ δεῖνα ἔστησε τὸν δεῖνα, όπου το ρήμα ἔστησε έχει αντικατασταθεί από το γερέρει. Στην επιγραφή χρησιμοποιείται η χρονική βαθμίδα του παρόντος (κηρύττι, βοοῶσιν, γε]ρέρει), για εκείνα τα στοιχεία, των οποίων ο ποιητής θέλει να διαιωνίσει τη μνήμη, ενώ χρησιμοποιεί παρελθοντικό χρόνο (ἐπιτιλαμένη) για ενέργεια που προηγήθηκε –της κυρίως αναφερομένης– στην επιγραφή.
Η επιγραφή αποτελείται από δύο ενότητες: Στην πρώτη αναφέρεται το εγκώμιο (Δίκης ὄμμα) του ανθυπάτου ή του δικαστή, το οποίο επικεντρώνεται εξ ολοκλήρου στη δικαιοσύνη του, σε σημείο που αυτός παραβάλλεται με την ίδια τη δικαιοσύνη, και, ίσως, αποτελεί δείγμα κολακείας προς αυτόν. Ανάλογη περίπτωση στη Γραμματεία υπάρχει στον Ιμέριο [5], όπου o ανθύπατος της Αχαΐας Κεβρώνιος αποκαλείται Δίκης ὄμμα καὶ Θέμιδος, κ.α. Σε αρκετά ψηφίσματα η έκφραση δικαιοσύνης ἕνεκα φαίνεται ότι λειτουργεί ως σύντομη μορφή του λογοτύπου ἀρετῆς ἕνεκα καὶ δικαιοσύνης [6]. Βέβαια, η δικαιοσύνη αξιωματούχων πολιτών ανήκει στις αρετές που επαινούνται αρκετά συχνά: Waltz, 1941 7.672 Ἀδέσποτον, και 7.697 Χριστοδώρου. Σε επιγραφή των Σάρδεων (SGO 04/02/06) η εικόνα (ανδριάντας) του Αχολίου αποτελεί εὐνομίης μάρτυρα πιστοτάτην, και σε επιγραφή της Γόρτυνος, το βάθρο τιμητικού ανδριάντα του ταμία Μαρκελλίνου στήνεται ως <Δίκης> ἐπιμάρτυρα θεσμῶν (IC IV 323).
Το εγκώμιο του Καλλιππίνου γίνεται από τους πολίτες της Κορίνθου – όπως αυτοί αναφέρονται συνεκδοχικά (Ἰσθμὸς) και ποιητικά (Ἰναχίη [7]) – και από τους πολίτες ολόκληρης της επαρχίας της Αχαΐας (πόλις βοοῶσιν Ἀχαιῶν)∙ το βοῶ με τη σημασία του επευφημώ (πρβ. Ηρόδοτος, 6.131.1). Βέβαια, εδώ είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι ο Ἰσθμός αποτελεί μία ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, δεδομένου ότι ήταν τόπος πανελλήνιων δραστηριοτήτων και επισήμως η Κόρινθος δεν έφερε ποτέ το όνομα Ισθμός∙ στην αρχαία ελληνική γραμματεία η λ. χαρακτηρίζει τον Ισθμό καθεαυτό και την τοποθεσία, όπου διεξάγονταν τα Ίσθμια [8]. Ο συνεκδοχικός τρόπος απόδοσης των ονομάτων πόλεων χρησιμοποιείται για το Άργος (Στέφανος Βυζάντιος, 331.23) και την Αθήνα (Αριστοφάνης, Ἀχαρ. 75, Μένανδρος, Διαίρ. Ἐπιδεικ. 355.24 κ.ε.).
Η δεύτερη ενότητα συνδέεται νοηματικά με την πρώτη με το τοὔνεκεν και ο ποιητής, χρησιμοποιώντας το λογοτεχνικό σχήμα της συνεκδοχής (Ἰναχίη) αναφέρει αυτούς που τίμησαν τον Καλλιππίνο. Mε τo διηνεκέεσ[σι δώροις ίσως εννοείται ένας ανδριάντας, που προορίζεται για να διαιωνίσει τη μνήμη του καλού διοικητή και του δίκαιου δικαστή [9]. Η ενέργεια αυτή δεν έγινε από την πόλη του Άργους αλλά από τον Εύπρακτο, άγνωστο πρόσωπο από οποιαδήποτε άλλη πηγή.
Κατά τον Stein [10], στην Παλαιοχριστανική περίοδο το Άργος διοικητικά ανήκε στην επαρχία της Αχαΐας με πρωτεύουσα την Κόρινθο, έδρα ανθυπάτου. Η επιγραφή, αποτέλεσε για τον Vollgraff [11] αφορμή να εξετάσει τις διοικητικές και πολιτικές σχέσεις μεταξύ Κορίνθου και Άργους. Ο Robert [12] θεωρεί ότι οποιαδήποτε πόλη της επαρχίας (πόλις Ἀχαιῶν) θα μπορούσε να δοξάζει τον ανθύπατο ή τον δικαστή που αποδίδει τη δικαιοσύνη στην πρωτεύουσα της Επαρχίας. Για τον λόγο αυτό το Άργος έστησε προς τιμήν του ανδριάντα με τη χορηγία του πολίτη Ευπράκτου.
2η. Μαρμάρινο κυλινδρικό βάθρο, διαμέτρου 0,64 μ. και ύψους 0,59 μ., βρέθηκε το 1901 στην αυλή της οικίας Ψυρόγιαννη στο Άργος, κοντά στη θέση της Αγοράς. Σήμερα βρίσκεται στον κήπο του Μουσείου του Άργους (αρ. 207).
Χρονολόγηση: Mετά το 322 μ.Χ. Polara[13].
Δημοσιεύσεις: Reinach, 1900 324-328 IG IV 1608 Groag, 1946 54 Feissel, 1985 288 αρ. 27.
Εἰκόνα Φωσφορίου μεγακυδέος ἀνθυπάτοιο |
Ἀρχέλεως Δαναοῖς στῆσε χαριζόμενος.|
Ψ(ηφίσματι) β(ουλῆς).
Cum in constitutionem bonam servatur titulus, non sunt lectiones aliae.
Toν ανδριάντα του Φωσφορίου, του ενδοξότατου ανθυπάτου, ο Αρχέλαος ανήγειρε, προσφέροντάς τον ως δώρο στους Δαναούς. Με ψήφισμα της βουλής.
Μέτρο το ελεγειακό δίστιχο, με πενθημιμερή τομή στον 1ο στίχο.
Φωσφόριος: Ο Martindale [14] ταυτίζει τον Φωσφόριο με τον Αυρήλιο Βαλέριο Τουλλιανό Σύμμαχο, ύπατο του 330 μ.Χ. (Σύμμαχο 6, κατά το stemma του ιδίου [15]), παππού του ρήτορα και ποιητή Κόιντου Αυρηλίου Συμμάχου αλλά τον διαχωρίζει από τον παραλήπτη των επιστολών που αναφέρονται στο δεύτερο βιβλίο του Θεοδοσιανού Κώδικα (II.4.1 και II.15.1). H Frantz [16] ταυτίζει μεν τον Φωσφόριο με το ίδιο πρόσωπο, τον τοποθετεί όμως περίπου στο 320 μ.Χ.∙ με την άποψη αυτή ταυτίζεται εν μέρει και ο Polara[17], ο οποίος θεωρεί ότι ο Αυρήλιος Βαλέριος Τουλλιανός Σύμμαχος, ύπατος του 330 μ.Χ. είχε το signum Φωσφόριος, και είναι το ίδιο πρόσωπο με τον παραλήπτη των επιστολών του Θεοδοσιανού Κώδικα (II.4.1 και II.15.1) και με τον τοποτηρηρή της Μοισίας το 319 μ.Χ. Ο Reinach [18] θεωρεί ότι ο Φωσφόριος είναι ο ανθύπατος της Αχαΐας του 319 μ.Χ. και αποδέκτης ενός διατάγματος του Κωνσταντίνου και του Λικινίου και ότι ταυτίζεται με τον παππού τού ρήτορα και ποιητή Κόιντου Αυρηλίου Συμμάχου, τον Αυρήλιο Βαλέριο Τουλλιανό Σύμμαχο.
Ἀρχέλεως: Κατά τη Franz [19] υπάρχουν τρία διαφορετικά πρόσωπα με το όνομα Αρχέλαος 1) ο αναθέτης του ανδριάντα του Φωσφορίου, περίπου 320 μ.Χ. 2) ο ομώνυμός του γιος, αναθέτης της επιγραφής της Λέρνας (IG IV 666) και 3) ο έγγονος, του πρώτου, αναθέτης ταυροβολίου στην Αθήνα (IG II2 3674). Το τελευταίο πρόσωπο το τοποθετεί με βεβαιότητα στο τέλος του 4ου αι. μ.Χ., δεδομένου ότι το ανάγλυφο του ταυροβολίου που ίδρυσε ο συγκλητικός Μουσώνιος για την ίδια μυστικιστική πράξη, χρονολογείται στον Μάιο του 387 μ.Χ. Ο Piérart[20] ταυτίζει τον Αρχέλαο της παρούσας επιγραφής με αυτόν της IG IV 666∙ την ίδια άποψη διατυπώνει και ο Groag [21].
Στο 1ο ημιστίχιο προτάσσεται το αντικείμενο τιμής και ακολουθεί το όνομα του τιμωμένου, ενώ στο 2ο παρατίθεται το αξίωμα του τιμωμένου, προσδιοριζόμενο από το επίθετο μεγακυδέος, του οποίου η σημασία τονίζεται από τη θέση του ανάμεσα στην πενθημιμερή τομή και τη βουκολική διαίρεση. Το επίθετο απαντά κυρίως σε επιτύμβιες επιγραφές, όπου επιδιώκεται η έξαρση των αρετών του νεκρού∙ από την αρχαία ελληνική γραμματεία απαντά στην ΑΠ [22] και, κυρίως, σε μεταγενέστερους σε σχέση με τη συγκεκριμένη επιγραφή συγγραφείς. Ο ανδριάντας είχε ανεγερθεί με απόφαση της βουλής [23] αλλά όχι με έξοδα της πόλης, όπως συμβαίνει και με την επιγραφή των Μεγάρων, στην οποία τιμάται το ίδιο πρόσωπο [24]. Από το κείμενο δεν γίνεται σαφής ο λόγος της ευγενικής χειρονομίας του Αρχελάου στους Αργείους. Σε επιφανή πρόσωπα της αργειακής κοινωνίας η βουλή αποδίδει την τιμή και μέσω των ψηφισμάτων της (IG IV 588, 594, 595, 609, κ.α.).
Ο Polara [25] θεωρεί ότι το περιεχόμενο της μεγαρικής επιγραφής δεν συνδέεται απαραίτητα με επιθέσεις στην περιοχή, αλλά με γενικευμένο φόβο που τους επέβαλλε να λαμβάνουν μέτρα ακόμη και σε περιόδους ειρήνης, μετά την εμπειρία της εισβολής των Γότθων το 267 μ.Χ. Επιπλέον, μπορεί να σκεφθεί κανείς ότι οι Έλληνες ανησυχούσαν για τις εξεγέρσεις των Σαρματών, που κορυφώθηκαν στην ύπαιθρο το 322 μ.Χ., όταν αυτός ο λαός, αφού είχε διασχίσει τον Δούναβη και ερημώσει τμήμα της Μοισίας, ηττήθηκε από τον Κωνσταντίνο κοντά στη Βουνωνία [26].
Ο Groag [27] θεωρεί ότι η ανωτέρω χρονολόγηση δεν ευσταθεί, διότι επί Κωνσταντίνου δεν μπορούσε να γίνει λόγος για κάποια σοβαρή απειλή των Γότθων σε βάρος της Ελλάδος και, επιπλέον, γιατί ως χορηγός του ανδριάντα κατονομάζεται ο Αρχέλαος από το Άργος, τον οποίο ταυτίζει με τον ομώνυμό του μύστη (IG IV 666), δαδούχο της Κόρης στη Λέρνα, κλειδούχο της Ήρας στο Άργος και αναθέτη του ταυροβολίου στην Αθήνα. Τη χρονολογεί στο διάστημα 379-382 μ.Χ. και τη στηρίζει στο ιστορικό γεγονός ότι, μετά την μάχη της Αδριανούπολης (378 μ.Χ.), οι Γότθοι διέσχισαν τη Βαλκανική χερσόνησο και δύο χρόνια αργότερα οι Βησιγότθοι έφτασαν στην Ελλάδα και οι εχθροπραξίες τερματίστηκαν με συνθήκη ειρήνης το 382 μ.Χ.
Από τις δύο αυτές επιγραφές και σε ένα ορατό πρώτο επίπεδο συμπεραίνουμε οπωσδήποτε ότι πλούσιοι πολίτες τιμούσαν και κολάκευαν Ρωμαίους τιτλούχους της περιοχής, για να επιτύχουν την εύνοιά τους. Το στοιχείο αυτό αντανακλά μία γενικότερη στάση της εγχώριας αριστοκρατίας απέναντι των νέων κυρίαρχων, η οποία ασφαλώς απαντάται και σε άλλες ελληνικές πόλεις. Δεν μπορεί να αγνοηθεί, ωστόσο, ότι στη δεύτερη από τις εξεταζόμενες επιγραφές που χρονολογείται στη Ρωμαϊκή περίοδο, υπογραμμίζεται η δημοκρατική πολιτική οργάνωση του Άργους, ακόμη και υπό καθεστώς ρωμαιοκρατίας. Η αναφορά του λογότυπου Ψ(ηφίσματι) β(ουλῆς) είναι αρκετά αποκαλυπτική.
Βαθύτερα όμως και πιο ουσιαστικά, μέσα από τις επιγραφές αυτές αναδεικνύεται η τακτική της πόλης του Άργους να ανάγει την καταγωγή των κατοίκων του σε μυθικά πρόσωπα που σηματοδοτούσαν την ιστορική πρωτοκαθεδρία της πόλης στον ελληνικό χώρο (Ιναχία, Δαναοί). Πιθανότατα να πρόκειται για μία προσπάθεια επανασύνδεσης με το πανάρχαιο παρελθόν και διατήρησης με αυτόν τον τρόπο ζωντανής της ιστορικής μνήμης σε μία εποχή κατά την οποία κινδύνευε σοβαρά η εθνική ταυτότητα από την ισοπεδωτική πολιτική των Ρωμαίων.
Υποσημειώσεις
[1] Vollgraff, 1945 5, και Feissel, 1985 289 αρ. 29. Σε επιγραφές (Kaibel, 1965 ανατ. 905-906, κ.ά.) γίνεται λόγος για το Ιερό της Δίκης, όπου τοποθετούνταν τα αγάλματα των ανθυπάτων που ήθελαν οι Έλληνες να τιμήσουν, και, κατά τον Robert, 1948 138, αυτά τοποθετούνταν κοντά στο κτήριο, όπου αποδιδόταν η δικαιοσύνη. Κατά τον Curtius, 1852 II 357 το Κριτήριον βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της Λάρισας.
[2] Vollgraff, 1945 5, λόγω εξωτερικών κριτηρίων του κειμένου. Άλλες χρονολογήσεις: 4ος-5ος αι. μ.Χ. Feissel, 1985 289 αρ. 29.
[3] Vollgraff, 1945 7.
[4] PLRE, σ. λ. Callipinus I σ. 175.
[5] Himerius, Decl. orat. 38.72.
[6] Veligianni-Terzi, 1997 299.
[7] Πρβ. Ευριπίδης, Ἠλέκτρα στίχ. 1.
[8] Vollgraff, 1945 47.
[9] Vollgraff, 1945 47.
[10] Stein, 1959 70.
[11] Vollgraff, 1945 5-28) -Lintott, 1993 39.
[12] Robert, 1948 140. Την άποψή του ασπάζεται και ο Feissel, 1985 289 αρ. 29.
[13] Polara, 1974 265. Άλλες χρονολογήσεις: 379-382 μ.Χ. Groag, 1946 54 και Feissel, 1985 288 αρ. 27.
[14] PLRE, σ. λ. Phosphorius (2) I σ. 700 και σ. λ. Α. V. T. Symmachus (6) PLRE I σ. 871, και Ensslin, σ. λ. Phosphorios (1) RE XX1 1951 στήλ. 651.
[15] PLRE 1146 stemma 27.
[16] Frantz, 1988 49-51.
[17] Polara, 1974 261-266. Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο Seeck, σ. λ. Symmachus (13) RE VII1 1931 στήλ. 1141-1142.
[18] Reinach, 1900 326-328.
[19] Frantz, 1988 49-51.
[20] Piérart, 1997 151-152.
[21] Groag, 1946 53.
[22] Cougny, 1890 133 κ. ε. αρ. 267, 275, 308, 377 και 727.
[23] Στη Ρωμαϊκή εποχή σημαντικό ρόλο στο πολιτικό-οικονομικό γίγνεσθαι έπαιζαν οι σύνεδροι, οι οποίοι πρότειναν τα ψηφίσματα και ασχολούνταν με τα οικονομικά ζητήματα και τις εξωτερικές σχέσεις. Μετά τον 2ο αι. μ.Χ. λειτούργησε και η βουλή, η οποία υστερούσε σε δύναμη έναντι του συμβουλίου των συνέδρων, και η γερουσία, Piérart – Touchais, 1996 73-74 και 81. Μεταξύ των αξιωματούχων, περιλαμβάνονται οι αγορανόμοι, υπεύθυνοι για την αγορά (IG IV 588) και οι σιτώνες, υπεύθυνοι για την προμήθεια σίτου (IG IV 609).
[24] Reinach, 1900 325.
[25] Polara, 1974 265.
[26] Για την ήττα των Σαρματών βλ. Ζώσιμος, Νέα Ιστορία 2.21 κ.ε.
[27] Groag, 1946 53-54.
Βιβλιογραφία
- Ager, 1996 – Ager, Sh. L., Interstate arbitrations in the Greek World 337-90 B. C., Berkley 1996.
- Clinton, 1989 – Clinton, K., Hadrian’s contribution to the renaissance of Eleusis στο S. Walker – A. Cameron, The Greek renaissance in the Roman empire: papers from tenth British Museum colloquium, London 1989.
- Eitrem, 1949 – Eitrem, S., “Varia“, SO 27 (1949) 143-146.
- Boatright, 2000 – Boatright, M. T., Hadrian and the cities of the Roman Empire, Princeton 2000.
- Ευαγγελίδης, 2010 – Ευαγγελίδης, Β., Η αγορά των ρωμαϊκών πόλεων της Ελλάδας από τη Ρωμαϊκή κατάκτηση ώς τον 3ο αι. μ.Χ., Θεσσαλονίκη 2010.
- Feissel, 1985 – Feissel, D., «Inscriptions du Péloponnèse», T&MByz 9 (1985) 288-289 αρ. 27-29.
- Ferrary, 1988 – Ferrary, J.-L., Philhellénisme et impérialisme, Rome 1988.
- Follet, 1976 – Follet, S, Athènes au IIe et au IIIe Siècle. Études chronologiques et prosopographiques, Paris 1976.
- Frantz, 1988 – Frantz, A., “Late antiquity, A. D. 267-700”, Athenian Agora 24 (1988) 49-51.
- Groag, 1946 – Groag, E., Die Reichsbeamten von Achaia in Spatrömischer Zeit (Diss.), Budapest 1946.
- Gruen, 1984 – Gruen, E. S., The hellenistic world and the coming of Rome, vol. I, Berkley 1984.
- Harter-Uibopuu, 1998 – Harter-Uibοpuu, K., Das Zwischenstaatliche Schiedsverfahren im achäischen Koinon, Wien 1998.
- Kaibel, 1965 ανατ. – Kaibel, G., Epigrammata Graeca ex lapidibus conlecta, Hildesheim 1965 ανατ. (Berlin 1878).
- Kallet-Marx, 1995 – Kallet-Marx, R. M., Hegemony to Empire. The development of the Roman Imperium in the East from 148 to 62 B.C., Berkley 1995.
- Lintott, 1993 – Lintott, A., Imperium Romanum. Politics and administration, London 1993.
- Ostenfeld, 2002 – Ostenfeld, E. N. – Blomqvist, K., Greek Romans and Roman Greeks. Studies in Cultural Interaction, Aarhus 2002.
- Piérart –Touchais, 1996 – Piérart, M. – Touchais, G., Argos. Une ville grecque de 6000 ans, Paris 1996.
- Piérart 1997 – Piérart, M., Nomen Latinum. Mélanges de langue, de littérature et de civilisation latines offerts au professeur André Schneider à l’occasion de son départ à la tetraite, Genève 1997.
- Polara, 1974 – Polara, G., «Note Critiche e Filologiche: Nonno di Simmaco», PP 29 (1974) 261-266.
- Reinach, 1900 – Reinach, Th., «Un nouveau proconsul d’Achaïe», BCH 24 (1900) 324-328.
- Robert, 1948 – Robert, J. – L., «Addenda», Hellenica 4 (1948) 138-141.
- Stein, 1959 – Stein, E., Histoire du Bas-Empire, vol. I, Paris 1959.
- Veligianni-Terzi, 1997 – Veligianni-Terzi, Ch., Wertbegriffe in den attischen Ehrendekreten der Klassischen Zeit, Stuttgart 1997.
- Vollgraff, 1945 – Vollgraff, W., “Argos dans la dépendance de Korinthe aux IVe siècle”, AC 14 (1945) 5-28.
- Willers, 1990 – Willers, D., Hadrians panhellenisches Programm, Basel 1990.
Γεωργία Κ. Κατσαγάνη
Δρ. Κλασικής Φιλολογίας
Filed under: Άργος, Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις Tagged: ρωμαιοκρατούμενο Άργος, Άρθρο, Επιγραφές, Καλλιππίνος, Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, Φωσφόριος
